Διόνυσ'

Διόνυσ'
Διόνῡσε , Διόνυσος
a
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοπλάστης — ο αυτός που δημιουργεί και χρησιμοποιεί νέες λέξεις και φράσεις στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πλαστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Διονύσ. Θερειανό] …   Dictionary of Greek

  • καισαριαστής — καισαριαστής, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ καισαριασταί λατρευτικός θίασος τού Καίσαρος κατά την εποχή τής θεοποίησης τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ανάλογος προς τους τραϊνησίους, τους ατταλιαστές κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καίσαρ κατά τα δημητρ ιαστής, διονυσ… …   Dictionary of Greek

  • πομπηϊασταί — οἱ, Α σύνδεσμος τών λάτρεων τού Πομπηίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πομπήιος, κατά τα δημητρ ιαστής, διονυσ ιαστής] …   Dictionary of Greek

  • πυρρωνιαστής — ὁ, Α πυρρωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύρρων κατά τα δημητρ ιαστής, διονυσ ιαστής] …   Dictionary of Greek

  • ωριγενιασταί — οἱ, ΜΑ οι οπαδοί τού Ωριγένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὠριγένης + κατάλ. ιαστής (πρβλ. Διονυσ ιαστής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”